βαριός

βαριός
-ιά, -ιό
βλ. βαρύς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαριός — ιά, ιό βλ. βαρύς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάριος — βάρος weight neut gen sg (doric) βά̱ριος , βᾶρις Et.Gud. fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάριος Ρούφος — (Varius Rufus, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Φίλος του Βιργιλίου και του Οράτιου, συγγραφέας μιας τραγωδίας σχετικά με τον μύθο του Θυέστη και ενός έπους για τον θάνατο του Ιουλίου Καίσαρα και τους πολέμους του Αυγούστου. Τα έργα αυτά δεν… …   Dictionary of Greek

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • Ηλιογάβαλος — (205 – 222 μ.Χ.). Αυτοκράτορας της Ρώμης (218 222). Ήταν νόθος γιος του Καρακάλλα και της Σωαιμιάδας, κόρης της Ιουλίας Μαίσας, γυναικαδελφής του Σεπτίμιου Σεβήρου. Σε παιδική ηλικία, έγινε αρχιερέας του θεού Ηλιογάβαλου στην Έμεσα της Συρίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”